ὅρμισιν

ὅρμισιν
ὅρμισις
bringing a ship to anchor
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ορμίζω — (Α ὁρμίζω) [όρμος (II)] 1. οδηγώ πλοίο σε όρμο προκειμένου να αγκυροβολήσει 2. μέσ. ορμίζομαι αγκυροβολώ σε λιμάνι αρχ. 1. φέρω προς την ξηρά, αποθέτω στην παραλία 2. μτφ. περιτυλίσσω, δένω 3. ρίχνω άγκυρα στα ανοιχτά 4. παθ. μτφ. α) οδηγούμαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”